- ἁμαξοειδῶς
- ἁμαξο-ειδῶς, Adv.A like a wagon, Eust.1156.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁμαξοειδῶς — like a wagon indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξοειδής — ές (Μ ἁμαξοειδής) 1. αυτός που έχει σχήμα άμαξας 2. επίρρ. αμαξοειδώς σαν άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἅμαξα + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek